διαπέτομαι

διαπέτομαι
διαπέτομαι (Α) [πέτομαι]
1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας
2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι
3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπέτομαι — διαπέταμαι pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπέτομαι — Α (αποθ.) διατρέχω πετώντας μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέτομαι «πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • ԹՌՉԻՄ — (թռեայ, թռի՛ր, թռուցեալ. գտանի եւ թռեալ.) NBH 1 0823 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c չ. πέτομαι, πέταμαι , διαπέτομαι եւն. volo, avolo, evolo, volito. Ասի եւ ԹՌԱՆԻԼ, ԹՌՆՈՒԼ. Թռիչս առնուլ. սլանալ թեւաւորաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”